ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑΣΗ
“…πηγαινω από το κακό στο χειρότερο, ένας θεός ξέρει πόσες φορές πήγα στο νοσοκομείο από το άγχος μου, απλά για να επιβιώνω. Είχα πόνο στο θώρακα την Τετάρτη και κατέληξα στο νοσοκομείο. Μου έκαναν ακτινογραφία, καρδιογράφημα, μου πήραν αίμα . ΄Ολα ήταν εντάξει εκτός από μια αυξημένη πίεση. Σήμερα ο πόνος είναι λίγο χειρότερα. Αναρωτιέμαι αν είναι μυικό ή κάτι άλλο. Πρέπει να βγω από αυτό το φαύλο κύκλο…”
Το άτομο που πάσχει από Υποχονδρίαση έχει έμμονες ιδεές ότι πάσχει από μια σοβαρή ή απειλητική ασθένεια που ακόμα δεν έχει διαγνωστεί.
Αυτό προκαλεί σημαντικό άγχος που επιμένει για μήνες ή χρόνια παρά την απουσία ιατρικών ενδείξεων σοβαρού ιατρικού προβλήματος. Αντίθετα με το φυσιολογικό προβληματισμό για τα θέματα της υγείας στον Υποχονδριακό επηρεάζονται πολλοί τομείς της ζωής του, η εργασία , οι σχέσεις , τα ενδιαφέροντα. Η βαριά υποχονδρία μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή αναπηρία.
Ένα άτομο μπορεί να πάσχει από Υποχονδρίαση όταν έχει τις ακόλουθες εκδηλώσεις:
- Διαρκής έντονος φόβος ότι πάσχει από κάποια σοβαρή πάθηση.
- Ανησυχίες ότι συμπτώματα ελάχιστης σημασίας ή φυσιολογικές σωματικές αντιλήψεις μαρτυρούν σοβαρό ιατρικό πρόβλημα.
- Επανειλλημμένες επισκέψεις σε γιατρούς ή σειρές ιατρικές εξετάσεων ή διερευνητικών χειρουργείων.
- Συχνές αλλαγές γιατρών, κάποιος που διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ίσως δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία.
- Ατελείωτες κουβέντες γύρω από τα ύποπτα συμπτώματα με την οικογένεια ή με φίλους.
- Έμμονες αναζητήσεις ιατρικών διαδικτυακών τόπων ( CYBERCHONDRIA ).
- Συχνοί έλεγχοι του σώματος για προβλήματα , εξανθήματα, ελιές, λεμφαδένες.
- Συχνοί έλεγχοι ζωτικών σημείων όπως σφύξεις , πίεση.
- Πεποίθηση ότι πάσχει κανείς από καποιο νόσημα για το οποίο διάβασε ή άκουσε
Τα συμπτώματα της Υποχονδρίασης αντανακλούν μια παρερμηνεία σωματικών συμπτωμάτων.
Φυσιολογικές σωματικές αισθήσεις μεγενθύνονται και διογκώνονται.
Υπάρχει ένα χαμηλό όριο ανοχής σωματικής δυσφορίας. Για παράδειγμα αν σε ένα άτομο γίνεται αντιληπτή μια φυσιολογική πίεση στο στομάχι , στην Υποχονδρίαση ή ίδια αντίληψη βιώνεται ως απειλητικός πόνος.
Οι παράγοντες που ενδέχεται να αυξήσουν το ενδεχόμενο Υποχονδρίασης είναι οι εξής:
- Εμπειρία σοβαρού ιατρικού προβήματος κατά την παιδικη ηλικία.
- Όταν νοσεί απο σοβαρή ασθένεια μέλος της οικογένειας.
- Απώλεια αγαπημένου προσώπου.
- Το άτομο πάσχει από Αγχώση Διαταραχή ή Κατάθλιψη.
- Αισθήματα ευαλωτότητας, χαμηλή αυτο-εκτίμηση.
- Βιώματα από γονείς συναισθηματικά απόμακρους ή κακοποιητικούς.
- Δυσκολία στην έκφραση θυμού και άλλων αρνητικών συναισθημάτων.
Η υποχονδρίαση μπορέι να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη ζώη του ατόμου
- Ιατρικές καταστάσεις από ανώφελες ιατρικές εξετάσεις, επεμβάσεις ή φαραμακευτικές αγωγές.
- Ψυχιατρικά νοσήματα όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διατραχές, εξάρτηση από ουσίες.
- Υπερβολικό θυμό και περιορισμό.
- Απουσίες από την εργασία ή την εκπαίδευση.
- Επιβάρυνση στις ανθρώπινες σχέσεις.
- Οικονομικά προβλήματα σχετικά με το ιατρικό κόστος.
Οι ασθενείς με Υποχονδρία συνήθως αντιστέκονται στην ψυχιατρική και ψυχολογική βοήθεια.
Κάποιοι δέχονται τη θεραπεία μόνο σε αυστηρό ιατρικό πλαίσιο και όταν αυτή εστιάζεται στη βάση του άγχους εξαιτίας μια σοβαρής χρόνιας ιατρικής πάθησης.
Η αντιμετώπιση κυρίως είναι ψυχοθεραπευτική. Διάφοροι τύποι ψυχοθεραπείας μπορούν να ανακουφίσουν από τις χρόνιες εμμονές.
Γνωσικού-Συμπεριφορικού τύπου θεραπέιες στοχεύουν στην αναγνώριση και στη διακοπή συμπεριφορών που συνδέενται με το άγχος, όπως ο διαρκής έλεγχος των σωματικών λειτουργιών για προβλήματα.
Επίσης θεραπείες Εναισθητικού τύπου θεραπείες στοχεύουν στην ψυχολογική νοηματοδότηση των σωματικών ανησυχιών με βάση καταπιεσμένα συναισθήματα όπως θυμός, ματαιώσεις, απογοητεύσεις.
Η φαρμακοθεραπεία ανακουφίζει τα υποχονδρικά συμπτώματα μόνο στο πλαίσια άλλων υποκείμενων ψυχιατρικών καταστάσεων που απαντούν στις φαρμακευτικές αγωγές, όπως οι αγχώδεις διαταραχές ή η κατάθλιψη.
Όταν δηλαδή η Υποχονδρίαση είναι δευτεροπαθής στο έδαφος μια άλλης ψυχιατρικής διαταραχής.
‘Οταν η υποχονδρίαση είναι μία αντιδραστική εκδήλωση πάνω σε ψυχοπιεστικές καταστάσεις η φροντίδα θα πρέπει να εστιάζεται στη διαχείρηση του άγχους χωρίς ενίσχυση του ρόλου του ασθενούς.