Πρόκειται για την αίσθηση που εχει κανείς ότι απειλείται από κάτι αόριστο, μια αίσθηση περιλαμβάνουσα και το σώμα, που αδυνατεί να αναγνωριστεί και να αξιολογηθεί με αξιόπιστο τρόπο και στην οποία αισθάνεται παραδομένος και αβοήθητος. Το άγχος αναφέρεται στο μέλλον συνολικά, στο Είναι στο κόσμο γενικώς. Έτσι στην αρχή του άγχους απουσιάζει ένα συγκεκριμένο φοβογόνο αντικείμενο, έστω και αν δεν σπανίζει η δευτερογενής αναφορά σε κάτι συγκεκριμένο.
Το άγχος μπορεί να είναι πραγματικό , όταν έχουν συμβεί η επίκεινται καταστάσεις που εγκυμονούν πραγματικούς κινδύνους. Υπαρξιακό ως μια γενική εμπειρία του ανθρώπου ως έμβιου όντος το οποίο αποκολλήθηκε από τη φύση. Ο άνθρωπος γεννιέται ατελής και απροστάτευτος και παραμένει εξαρτημένος από μια αναφορά σε κάτι που του παρέχει ασφάλεια. Το νευρωσικό άγχος παράγεται απο τη βίωση ψυχοσυγκρούσεων που δεν έχουν διευθετηθεί , ιδίως εάν δεν επαρκούν οι ψυχολογικές αμυντικές δυνατότητες.
Αποτελεί επανειλημμένες απροσδόκητες κρίσεις πανικού, που συνοδεύονται απο επίμονη ανησυχία ότι θα υπάρξουν και άλλες κρίσεις πανικού, ανησυχία για τις επιπτώσεις ή τις συνέπειες της κρίσης και σημαντική αλλαγή της συμπεριφοράς που συνδέεται με τις κρίσεις πανικού. Η διαταραχή πανικού μπορεί να συνοδεύεται ή να μην συνοδεύεται από αγοραφοβία (φόβο για ανοιχτούς χώρους , μέσα σε πλήθος ή χωρίς συνοδό έξω από το σπίτι.
Ο Ψυχαναγκασμός χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη πιεστική εμφάνιση ιδεών ή παρορμήσεων , τις οποίες ο πάσχων αδυνατεί να καταστείλει ή να απωθήσει, παρότι αναγνωρίζει ότι είναι παράλογες ή τουλάχιστον ότι κυριαρχούν αναίτια στη σκέψη και στις πράξεις του. Εάν δεν ενδώσει στην πίεση αυτή, καταλαμβάνεται από δυσβάστακτο άγχος. Συνήθως το ψυχοπαθολογικό στοιχείο δεν αφορά το ίδιο το περιεχόμενο του ψυχαναγκασμού , όσο τον επίμονο χαρακτήρα του και την αδυναμία απωθησης.
Έντονος και επίμονος φόβος που είναι υπέρμετρος ή παράλογος και εκλύεται από την παρουσία ή την αναμονή της παρουσίας ενός συγκεκριμένου αντικείμενου ή κατάστασης (πχ αεροπορικά ταξίδια, ύψη, ζώα, ενέσεις, έντομα, θέα αίματος). Η έκθεση στο φοβογόνο ερέθισμα προκαλεί πάντα άμεση αντίδραση άγχους η οποία μπορεί να πάρει τη μορφή κρίσης πανικού. Το άτομο αναγνωρίζει ότι ο φόβος είναι παράλογος ή υπέρμετρος. Αποφεύγει η υπομένει τη φοβική κατάσταση με έντονο άγχος ή δυσφορια.
Εκσεσημασμένος και επίμονος φόβος του ατόμου για μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις ή καταστάσεις στις οποίες θα πρέπει να ενεργήσει μπροστά σε κοινό, στις οποίες εκτίθεται σε άγνωστα άτομα, ή σε ενδεχόμενη κριτική. Το άτομο φοβάται ότι θα ενεργήσει με κάποιο τρόπο (ή ότι θα εκδηλώσει συμπτώματα άγχους ) που θα το ταπεινώσει ή θα το φέρει σε αμηχανία. Το άτομο αποφεύγει τις φοβογόνες κοινωνικές καταστάσεις.
Το άτομο έχει εκτεθεί σε ένα τραυματικό γεγονός κατά το οποίο υπήρξε πραγματικός ή απειλούμενος θάνατος , βαρύς τραυματισμός ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας του ίδιου ή άλλων. Το τραυματικό γεγονός αναβιώνεται επίμονα με επαναλαμβανόμενες οδυνηρές ανακλήσεις του γεγονότος, επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα, αίσθημα σαν να ξανασυμβαίνει το τραυματικό γεγονός. Επίμονα αποφεύγει ερεθίσματα που συνδέονται με το τραυματικό γεγονός, αδυνατεί να ανακαλέσει μια σημαντική πλευρά του γεγονότος, αισθάνεται αποξένωση από τους άλλους, έχει μειωμένο ενδιαφέρον για συμμετοχή, περιορισμένο εύρος συναισθήματος και αίσθημα περιορισμένου μέλλοντος. Εμφανίζει συμπτώματα υπερεγρήγορσης , αϋπνία, ευερεθιστότητα, εκρήξεις οργής.
Το άτομο αισθάνεται θλίψη, κακοκεφιά, ψυχικό πόνο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανηδονία- αδυναμία βίωσης ευχαρίστησης, αποσύρεται κοινωνικά, έχει έλλειψη κινήτρων και μικρή ανοχή στη ματαίωση. Μειωμένο σεξουαλικό ενδιαφέρον, ανορεξία με απώλεια βάρους ή υπερφαγία με αντίστοιχη αύξηση του βάρους, πτώση ενεργητικότητας ή εύκολη κόπωση, πρώιμη αφύπνιση, αισθήματα αναξιότητας ή υπέρμετρης ή απρόσφορης ενοχής, μείωση της ικανότητας σκέψης, συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα. Επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου, επανερχόμενος αυτοκτονικός ιδεασμος.
Δεν πρόκειται απλώς για μια κατάσταση λύπης ή κατάθλιψης , αλλά για μια χαρακτηριστική, και ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά ειδοποιός αλλαγή, η οποία διαφέρει κατά τρόπο τόσο θεμελιώδη από το υγιές βίωμα, ώστε τόσο η καθομιλουμένη όσο και η επιστημονική ορολογία αδυνατούν να την περιγράψουν. Οι άλλοι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν, ούτε βεβαίως να ενσυναισθανθούν αυτή τη συμπτωματολογία. Ακόμα δε και οι ίδιοι οι ασθενείς, μετά την αποδρομή ενός επεισοδίου κατάθλιψης, δεν μπορούν να αναπαράγουν νοητά την κατάσταση αυτή, την οποία βιώσαν. Το συναίσθημα και η προωθητική ενέργεια, υφίστανται μια δυναμική συρρίκνωση. Επηρεάζεται η ψυχική και η σωματική απόδοση, παράλληλα εκδηλώνονται νευροφυτικές και ενδοκρινολογικές λειτουργικές διαταραχές. Υπάρχει αίσθηση απουσίας συναισθήματος και αδυναμίας του αισθάνεσθαι λύπη, καθώς και η ανακοπή βίωσης του χρόνου. Ένα χαρακτηριστικό παραλήρημα , σύνθυμο προς τη διάθεση, συνιστά την κορύφωση του μελαγχολικού βιώματος.
Διακριτή περίοδος παθολογικά ή επίμονα ανεβασμένης , διαχυτικής ή ευερέθιστης διάθεσης όπου παρατηρούνται: διογκωμένη αυτοεκτίμηση, αίσθημα μεγαλείου, ελάττωση ανάγκης για ύπνο, μεγαλύτερη ομιλητικότητα ή πίεση συνέχισης της ομιλίας, υποκείμενο αίσθημα ότι οι σκέψεις καλπάζουν, περίσπαση προσοχής, αύξηση της στοχοκατευθυνόμενης ενέργειας ή ψυχοκινητική διέγερση, υπερεμπλοκή σε ευχάριστες δραστηριότητες που υπάρχει πιθανότητα να έχουν οδυνηρές συνέπειες. Συχνά τα επεισόδια αυτά ακολουθούνται από επεισόδια κατάθλιψης ή περιόδους με μεικτά στοιχεία κατάθλιψης και μανίας.
Η σχιζοφρένεια ειναι μια ψυχωσική διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας , της οποίας η κλινική εικόνα εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία και χαρακτηρίζεται από θετικά (παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργάνωση συμπεριφοράς) και αρνητικά (συναισθηματική επιπέδωση, αλογία, αβουλία, ανηδονία) συμπτώματα. Μολονότι δεν πρόκειται για διαταραχή επεξεργασίας των γνωστικών λειτουργιών, η σχιζοφρένεια συχνά προκαλεί γνωστικά ελλείμματα ( συγκεκριμένη σκέψη, επεξεργασία πληροφοριών). Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας επηρεάζουν αρνητικά τη σκέψη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά και την κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα. Η νόσος είναι συνήθως χρόνια, με κλινική πορεία που περιλαμβάνει πρόδρομη, ενεργή και υπολειμματική φάση. Η πρόδρομη και η υπολειμματική φάση χαρακτηρίζεται από ήπια θετικά συμπτώματα όπως παράδοξες πεποιθήσεις και μαγική σκέψη, παραμέληση εαυτού και έκπτωση των διαπροσωπικών σχέσεων. Η σχιζοφρένεια θεωρείται, τεκμηριωμένα πλέον, εγκεφαλική διαταραχή. Οι νευροαπεικονιστικές μελέτες αναδεικνύουν δομικές και λειτουργικές βλάβες, ενώ οι μελέτες διδύμων τη σαφή γενετική συνιστώσα.